- κατεξετάζομαι
- κατεξετάζωdecidepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεξετάζω — (AM) εξετάζω λεπτομερώς και προσεκτικά αρχ. 1. κρίνω, ανακρίνω, αποφασίζω, δικάζω 2. παθ. κατεξετάζομαι α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῑς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.) β) εξετάζομαι λεπτομερώς, με προσοχή … Dictionary of Greek